Επιμέλεια: Καφάση Πηνελόπη
Ως κρύσταλλος χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε στερεό που παρουσιάζει κανονική γεωμετρική διάταξη των δομικών του μερών.
Η λέξη κρύσταλλος είναι σύνθετη αρχαία ελληνική και προέρχεται από τις λέξεις κρύος (κρυσταίνω: κρυώνω) και στέλλομαι (στερεοποιούμαι). Κατά την Ομηρική εποχή, η λέξη κρύσταλλος σήμαινε τον πάγο. Αργότερα η λέξη “ορεία κρύσταλλος”, δηλαδή ορυκτός πάγος, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το διαφανή κρύσταλλο χαλαζία (διοξείδιο του πυριτίου).
Πολλοί κρύσταλλοι εμφανίζουν πανέμορφο σχήμα και χρώμα, με συνέπεια να χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι λίθοι. Αλλά και άλλοι λόγω της εσωτερικής τους δομής διαδραματίζουν αρκετό σοβαρό ρόλο στη βιομηχανία. Για παράδειγμα κρύσταλλοι χαλαζία χρησιμοποιούνται σε χρονόμετρα υψηλής ακριβείας, ομοίως πυριτίου σε ηλεκτρονικές διατάξεις, ενώ τα διαμάντια στην κατασκευή τρυπανιών.
ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ορυκτού είναι σημαντικοί παράγοντες μακροσκοπικής αναγνώρισής τους. Ο κλάδος της Ορυκτολογίας που ασχολείται με την ταυτοποίηση των ορυκτών ονομάζεται Ορυκτοδιαγνωστική. Δεν είναι όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά μακροσκοπικά αναγνωρίσιμα, π.χ. το σύστημα κρυστάλλωσης ταυτοποιείται με τη βοήθεια ειδικού πολωτικού μικροσκοπίου και αφού γίνουν λεπτές τομές στο δείγμα του ορυκτού. Ο πλεοχρωισμός, επίσης, είναι χαρακτηριστικό εμφανές μόνο στο μικροσκόπιο. Έτσι μπορούμε να τις διαχωρίσουμε σε αυτές που είναι ορατές με γυμνό μάτι και σε αυτές που προσδιορίζονται με τη χρήση οργάνων ή εργαλείων.
Οι φυσικές ιδιότητες μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
Λάμψη
Χρώμα
Διαφάνεια
Γραμμή σκόνης
Σκληρότητα
Θραυσμός
Κρυσταλλικό σύστημα
Μορφή
Συσσωματώματα
Ειδικό βάρος
Σχισμός
Διδυμία
Παραγένεση
Χημική δοκιμασία
Δείκτης διαθλάσεως
Διπλοθλαστικότης
Διασπορά
Πλεοχροϊσμός
Αναβάθμιση
Λοιπές φυσικές ιδιότητες
Λάμψη (αγγλ. luster)
Η λάμψη αναφέρεται στη γενική εμφάνιση μιας επιφάνειας ενός ορυκτού ανεξάρτητα από το χρώμα του, και οφείλεται κυρίως στο ποσό του φωτός που αντανακλά και διαχέεται στην επιφάνειά του, ή αμέσως κάτω από την επιφάνεια της ορατής έδρας του κρυστάλλου. Είναι μια από τις σπουδαιότερες ιδιότητες των πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων και λαμβάνεται υπόψη στην επιλογή του τρόπου επεξεργασίας του λίθου (κρυστάλλου).
Ορίζεται από τον δείκτη διαθλάσεως, την απορρόφηση, την διαφάνεια, τον χαρακτήρα της έδρας και την φύση του υλικού. Διακρίνουμε τα κάτωθι είδη λάμψης:
Μεταλλική: Όταν το ορυκτό έχει λαμπρή εμφάνιση, που δίνει την εντύπωση μετάλλου (αυτοφυής χρυσός, γαληνίτης, γραφίτης και ο σιδηροπυρίτης)
Μη μεταλλική: Ανάλογα με την εντύπωση που δίνει το ορυκτό χαρακτηρίζεται υαλώδης (ζαφείρι, χαλαζίας, τοπάζιο), αδαμαντώδης (διαμάντι), ρητινώδης, στεατώδης, μαργαριτώδης (άστριοι), μεταξώδης (μάτι τίγρης), κηρώδης, αλαμπής
Ημιμεταλλική: Ενδιάμεση λάμψη μεταξύ της μεταλλικής και μη μεταλλικής.
Χρώμα (αγγλ. color)
Το χρώμα αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά των πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, είναι ορατό με γυμνό μάτι, συχνά δε ανάλογα με την μόδα (μερικές φορές κόκκινο, πράσινο, μωβ, ροζ, μπλε) ή την τοποθεσία (Αραβία – λίθοι με μπλε χρώμα, Κεντρική Αμερική – λίθοι με πράσινα χρώμα) καθαρίζει την αξία ενός λίθου. Αν και παλαιότερα το χρώμα αποτελούσε το μοναδικό εμπορικό κριτήριο για την επιλογή ενός πολύτιμου ή του ημιπολύτιμου λίθου, σήμερα παραμένει ένα «χαρακτηριστικό αποφασιστικής σημασίας». Μερικοί λίθοι φέρουν το τυπικό τους χρώμα στο όνομά τους (ακουαμαρίνα, αλβίτης), ενώ άλλοι έχουν διάφορα χρώματα τα οποία μπορεί να αποδειχτούν δύσκολο γνώρισμα για τον προσδιορισμό.
Τα ορυκτά ανάλογα με το χρώμα τους διακρίνονται σε:
Ιδιοχρωματικά: Τα ορυκτά οφείλουν το χρώμα τους στην κρυσταλλική τους δομή ή στη χημική τους σύσταση
Αλλοχρωματικά: Τα ορυκτά εμφανίζουν διάφορα χρώματα
Από πλευράς της Φυσικής επιστήμης, οι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι ταξινομούνται στις ακόλουθες ομάδες:
Άχρωμοι (αχρωματικοί) το φως δεν απορροφάται από τον κρύσταλλο (διαμάντι, ορεία κρύσταλλος)
Έγχρωμοι (ιδιοχρωματικοί) το χρώμα οφείλεται στην παρουσία ορισμένων ιχνοστοιχείων, τα οποία εμφανίζονται στον χημικό τύπο (μαλαχίτης, ροδονίτης)
Έγχρωμοι (αλλοχρωματικοί) το χρώμα οφείλεται σε ορισμένα ιχνοστοιχεία τα οποία δεν εμφανίζονται στον χημικό τύπο (αμέθυστος, καπνίας, χαλαζίας)
Φαινομενικά Έγχρωμοι (ψευδοχρωαμτικοί) το χρώμα οφείλεται σε διάφορα οπτικά φαινόμενα όπως ο ιριδισμός, κινούμενη ανταύγεια, χρωματισμό τύπου οπαλίου (οπαλισμό) αβεντουρινισμό, χρωματισμό τύπου λαβραδορίτη, χρωματική διασπορά και πλεοχροισμό, ως επίσης και σε φαινόμενα τα οποία δημιουργούνται από την εσωτερική δομή ενός κρυστάλλου (χρωματική ζώνωση).